τσουλήθρα

τσουλήθρα
η
κατηφορικό μέρος, όπου τα παιδιά γλιστρούν παίζοντας, τσουλίστρα, κυλίστρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τσουλήθρα — η, Ν κυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ήθρα (πρβλ. δαχτυλ ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κυλίστρα — η (AM κυλίστρα) [κυλίνδω] ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα νεοελλ. επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα αρχ. κονίστρα παλαίστρας …   Dictionary of Greek

  • τσουλίστρα — η, Ν τσουλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζώ), πρβλ. κουβαρ ίστρα] …   Dictionary of Greek

  • τσουλίστρα — η τσουλήθρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”